- κολακικη
- κολακικήκολᾰκικήἥ Plat. = κολακευτική См. κολακευτικη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολακικῇ — κολακικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακική — κολακικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς … Dictionary of Greek